Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολύρριζος
πολύρρινος
πολύρροδος
πολύ·ρρινος,
ος, ον
[
ῑ
] fait de plusieurs cuirs,
A. Rh.
3, 1231
.
Étym.
π. ῥινός
.