πολυσαρκία

πολύσαρκος

πολυσέϐαστος
πολύ·σαρκος, ος, ον [] très charnu, corpulent, chargé d’embonpoint, Arstt. H.A. 7, 2, 9, etc. Plut. M. 192c.
Étym. π. σάρξ.