πολυσχιδής

πολυσχιδία

πολύσχιστος
*πολυσχιδία, ion. πολυσχιδίη, ης () [χῐ] état d’une chose divisée en plusieurs parties, d’où multiplicité, Hpc. Acut. 383.
Étym. πολυσχιδής.