πολύσχημος

πολυσχήμων

πολυσχιδής
πολυ·σχήμων, ονος (ὁ, ἡ) qui se présente sous plusieurs aspects, Artém. 1, 2 ||
Sup. -έστατος, Str. 121.
Étym. π. σχῆμα.