πολύσκηπτρος

πολύσκιος

πολυσκόπελος
πολύ·σκιος, ος, ον, très ombragé, très ombreux, Xén. Cyn. 5, 9 ; Hpc. 530, 11 ; A. Rh. 4, 166.
Étym. π. σκιά.