πολυσπέρματος

πολύσπερμος

Πολυσπέρχων
πολύ·σπερμος, ος, ον :
1 abondant en sperme, Arstt. G.A. 1, 18, 57, etc. ||
2 abondant en semences ou en graines, Geop. 17, 5, 4.
Étym. π. σπέρμα.