Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολύσφαλτος
πολυσφάραγος
πολυσφόνδυλος
πολυ·σφάραγος,
ος, ον
[
ᾰᾰ
] très bruyant,
Opp.
C.
4, 445 ;
Nonn.
D.
2, 36
.
Étym.
π. σφαραγέω
.