πολυσφόνδυλος

πολυσφράγιστος

πολυσχημάτιστος
*πολυ·σφράγιστος, ion. πουλυσφρήγιστος, ος, ον, scellé d’un grand nombre de sceaux, c. à d. très sûr, Nonn. D. 4, 14 ; Jo. 15, 11.
Étym. π. σφραγίζω.