Πολυσπέρχων

πολυσπιλάς

πολύσπλαγχνος
πολυ·σπιλάς, άδος [ῐᾰδ] adj. f. aux pics nombreux, Dionys. (E. Byz. vo Ἡραία).
Étym. π. σπιλάς.