Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολυστένακτος
πολύστεπτος
πολυστέφανος
πολύ·στεπτος,
ος, ον,
c. le suiv.
P. Sil.
Ecphr. amb.
269
.
Étym.
π. στέφω
.