πολυστοιχία

πολύστοιχος

πολυστομέω-ῶ
πολύ·στοιχος, ος, ον, c. πολύστιχος, Arstt. H.A. 2, 13, 11 ; Th. H.P. 8, 4, 2 ; en parl. des mâchoires munies de rangées de dents, Lyc. 414.