πολυστρεφής

πολύστροϐος

πολυστροφάλιγξ
πολύ·στροϐος, poét. πολύ·στροιϐος, ος, ον, qui tournoie sans cesse, Nic. Al. 6, Th. 310.
Étym. π. στρέφω.