πολύστυλος

πολυσύλλαϐος

πολυσύνδεσμος
πολυ·σύλλαϐος, ος, ον [] formé de plusieurs syllabes, polysyllabique, DH. Comp. 11 ; Luc. Nec. 9.
Étym. π. συλλαϐή.