πολυτελής

πολυτελῶς

πολυτενής
πολυτελῶς [] somptueusement, Lys. 111, 8 ; Xén. Mem. 3, 11, 4 ||
Cp. -έστερον, Pol. 10, 25, 5 ; sup. -έστατον, Hdt. 12, 86.
Étym. πολυτελής.