πολυτιμία

πολύτιμος

πολυτίμως
πολύ·τιμος, ος, ον [ῠῑ]
1 très honoré, Mén. 4, 101 Meineke dout. ||
2 très estimé, précieux, Anth. 5, 36 ; Babr. 57, 9.
Étym. π. τιμή.