πομφολυγίζω

πομφολυγοπάφλασμα

πομφολυγόω-ῶ
πομφολυγο·πάφλασμα, ατος (τὸ) [ῠπᾰ] bulle qui se gonfle avec bruit, Ar. Ran. 249.
Étym. πομφόλυξ, π.