πομφολυγέω-ῶ

πομφολυγηρός

πομφολυγίζω
πομφολυγηρός, ά, όν [] qui fait sortir des pustules ; subst. τὸ πομφολυγηρόν, P. Eg. 7, 17, sorte d’emplâtre.
Étym. πομφολυγέω.