πομφολυγόω-ῶ

πομφολυγώδης

πομφολυγωτός
πομφολυγώδης, ης, ες [] qui ressemble à une bulle ou à une pustule, Diosc. 4, 59 ; Gal. 2, 256.
Étym. πομφόλυξ, -ωδης.