Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ποντοπαγής
ποντοπλάνητος
ποντοπλάνος
ποντο·πλάνητος,
ος, ον
[
ᾰ
] errant sur mer,
Orph.
H.
37, 5
.
Étym.
π. πλανάομαι
.