πονηρόφιλος

πονηρῶς

πόνησις
πονηρῶς, adv. en mauvais état ; π. ἔχειν, Thc. 7, 83 ; Xén. Cyr. 7, 5, 75 ; ou διακεῖσθαι, Isocr. 386e ; Dém. 1364, 5 ; être en mauvais état ; π. ζῆν, ou πράττειν, Syn. être malheureux.
Étym. πονηρός.