πορνίδιον

πορνικός

πορνοϐοσκέω-ῶ
πορνικός, ή, όν, de prostituée, Anth. 12, 7 ; πορνικὸν τέλος, Eschn. 16, 44, impôt sur la prostitution.
Étym. πόρνη.