πορνοϐοσκία

πορνοϐοσκός

πορνογράφος
πορνο·ϐοσκός, οῦ (ὁ, ἡ) qui tient une maison de prostitution, Dém. 1354, 22 ; Eschn. 89, 4 ; Diph. (Com. fr. 4, 415).
Étym. πόρνη, βόσκω.