πορνοφίλας

ποροποιέω-ῶ

ποροποιΐα
πορο·ποιέω-ῶ :
1 ouvrir les pores, Diosc. 5, 11 ||
2 pourvoir de pores, Sext. M. 8, 309.
Étym. πόρος, π.