Πορφυρίων

πορφυρόϐαπτος

πορφυροϐαφεῖον
πορφυρό·ϐαπτος, ος, ον [] teint en pourpre, Plat. com. 2-2, 683 Mein.
Étym. πορφύρα, βάπτω.