Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πορφυρόκαυλος
πορφυροκλέπτης
πορφυρόνωτος
πορφυρο·κλέπτης,
ου
(
ὁ
) [
ῠ
] voleur de pourpre,
DL.
6, 57
.
Étym.
π. κλέπτω
.