Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πορφυρόπωλις
πόρφυρος
πορφυρόστρωτος
πόρφυρος,
η, ον
[
ῠ
]
éol.
c.
πορφύρεος,
Sapph.
fr. 44 (25) Bgk
.
Étym.
sel. Bgk,
fém.
πορφυρᾶ
.