Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ποταμοφόρητος
ποταμόχωστος
ποταμώδης
ποταμό·χωστος,
ος, ον
[
ᾰ
] amoncelé par les atterrissements d’un fleuve,
Str.
621 ;
DS.
1, 34
.
Étym.
π. χώννυμι
.