πουκτεύϊ

πουκώτατος

πουλυϐόειος
πουκώτατος, α, ον, très serré, très fréquent, Anth. 15, 27, 20.
Étym. dor. c. *πυκώτατος, sup. de πυκός, c. πυκνός.