Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πραγματοποιΐα
πραγματώδης
πρᾶγος
πραγματώδης,
ης, ες
[
μᾰ
] laborieux, pénible, fatigant,
Isocr.
208
c
||
Cp.
πραγματωδέστερος,
Dém.
427, 20
.
Étym.
πρ. -ωδης
.