πραιτωρίδιον

πραιτώριον

πρακτέος
πραιτώριον, ου (τὸ) = lat. prætōrium, prétoire, palais du prince, NT. Phil. 1, 13 ; ou du gouverneur, NT. Matth. 27, 27 ; Marc. 15, 16 ; Ap. 23, 25, etc.