πρακτικός

πρακτικῶς

Πράκτιος
πρακτικῶς, adv. :
1 avec activité, Pol. 5, 18, 7 ; 6, 25, 4 ||
2 avec énergie, Plut. Per. 2 ||
Cp. -ώτερον, Pol. 5, 18, 7.