Πρᾶος

πρᾳότης

πραπίς
πρᾳότης ou πραότης, ητος () [] douceur, bonté, facilité de caractère, Att. ; p. opp. à χαλεπότης, Lys. 106, 15 ; Plat. Rsp. 558a, etc. ; à ἀγριότης, Plat. Conv. 197d ; à ὀργιλότης, Arstt. Nic. 4, 5 ; Rhet. 2, 3, 1, etc. ; au plur. Isocr. 106a.
Étym. πρᾷος.