Πράσιοι

πράσιον

πράσιος
πράσιον, ου (τὸ) []
1 marrube, plante, Hpc. 681, 3 ; Th. H.P. 6, 2, 5 ||
2 plante aquatique, Arstt. H.A. 8, 2, 24.