πρασίτης οἶνος

πρασῖτις

πρασοειδής
πρασῖτις, ιδος [ᾰσῑῐδ] adj. f. d’un vert de poireau : ἡ πρ. (s. e. λίθος) Th. Lap. 37, sorte d’émeraude.
Étym. πράσον.