πρασόεις

πρασοκουρίς

πρασόκουρον
πρασο·κουρίς, ίδος () [ᾰῐδ] courtilière, Stratt. (Com. fr. 2, 787) ; Arstt. H.A. 5, 19, 12 ; Th. H.P. 7, 5, 4 etc.
Étym. πράσον, κείρω.