Πρᾶτυς

πραΰγελως

πραϋθυμία
πραΰ·γελως, ion. πρηΰ·γελως, ωτος (ὁ, ἡ) [ᾱῠ] au doux sourire, Licymn. 4 ; Anth. 9, 229 ; 10, 4.
Étym. πραΰς, γέλως.