πραϋτένων

πραΰτης

πραϋτόκος
πραΰτης, ητος () [ᾱῠ] c. πρᾳότης, Spt. Ps. 44, 5 ; 89, 10 ; Sir. 3, 17, etc. ; NT. Gal. 5, 23, etc.