πρέπω

πρεπώδης

πρέπων
πρεπώδης, ης, ες, convenable, bienséant, Ar. Pl. 793 ; τινί, Ar. Pl. 797, pour qqn ||
Cp. -έστερος, Plat. 1 Alc. 135b ; sup. -έστατος, Xén. Mem. 2, 7, 10.
Étym. πρέπω, -ωδης.