πρέσϐιστος

πρέσϐος

πρεσϐυγένεθλος
πρέσϐος, εος-ους (τὸ) objet de respect, Eschl. Pers. 623 ; πρ. Ἀργείων, Eschl. Ag. 855, 1393, l’auguste assemblée des Argiens.
Étym. πρέσϐυς.