πρεσϐυγένεθλος

πρεσϐυγένεια

πρεσϐυγενής
πρεσϐυγένεια, ας () [] ancienneté d’âge, Hdt. 6, 51 ; Plut. M. 636d.
Étym. πρεσϐυγενής.