πρεσϐυτερικός

πρεσϐυτέριον

πρεσϐύτερος
πρεσϐυτέριον, ου (τὸ) [] le conseil des Anciens, NT. Luc. 22, 66 ; Ap. 22, 5 ; 1 Tim. 4, 14.
Étym. πρεσϐύτερος.