πρεσϐήϊον

πρεσϐήϊος

πρεσϐηΐς
πρεσϐήϊος, ος, ον, respectable, vénérable, Anth. 2, 19, 11.
Étym. ion. c. *πρέσϐειος, de πρέσϐυς.