Πριαπινός

πριαπίσκος

πριαπισκωτός
πριαπίσκος, ου () []
1 autre n. de la plante ἐρυθρόνιον, Diosc. 3, 144 ||
2 sorte de pessaire, Antyll. (Orib. 3, 633 B.-Dar.) ; P. Eg. 296 Briau (Πρίαπος 1).