πρισμάτιον

πριστήρ

πριστηροειδής
πριστήρ, ῆρος ()
1 scie, Arét. Cur. m. diut. 1, 2 ||
2 πριστῆρες ὀδόντες, Anth. App. 373, les incisives (πρίω 1).