προαγόρευμα

προαγόρευσις

προαγορευτέον
προαγόρευσις, εως () []
1 prédiction, Arstt. Poet. 15, 10 ; Plut. Syll. 7 ||
2 proclamation, App. Civ. 1, 26.
Étym. προαγορεύω.