προάγω

προαγωγεία

προαγωγεύς
προαγωγεία, ας () [ᾰγ] prostitution, Xén. Conv. 4, 61 ; Plat. Theæt. 150a ; Arstt. Nic. 5, 2, 13, etc.
Étym. προαγωγεύω.