Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
προαγωγία
προαγωγικός
προαγωγός
προαγωγικός,
ή, όν
[
ᾰ
] séducteur, corrupteur,
Ptol.
Tetr.
p. 163
.
Étym.
προαγωγός
.