προαθροίζω

προαιδέομαι-οῦμαι

προαικίζομαι
προ·αιδέομαι-οῦμαι, avoir des obligations : τινί τι, Hdt. 1, 61 ; 3, 140, à qqn pour qqe ch. ||
E Ion. prés. προαιδεῦμαι, Hdt. 3, 140 ; pl. q. pf. 3 sg. προῃδέατο, Hdt. 1, 61.