προακοντίζω

προακούω

προακροϐολίζομαι
προ·ακούω (ao. προήκουσα, pf. προακήκοα, etc.) [ᾰκ] entendre ou apprendre d’avance, acc. Hdt. 2, 5 ; 5, 86, etc. ; Xén. Cyr. 4, 3, 21 ; τινός, Pol. 10, 5, 5, qqe ch. ; περί τινος, Dém. 604, 7, entendre dire auparavant au sujet de qqe ch. ; avec ὅτι, Hdt. 8, 79 ; avec ὡς, Hdt. 6, 16.