προαλίζω

προαλίσκομαι

προάλλομαι
προ·αλίσκομαι (f. -αλώσομαι, ao. 2 προεάλων, d’où προήλων, etc.) []
1 être pris auparavant, Plut. M. 17d ; Jos. B.J. 5, 9, 3, etc. ||
2 être convaincu auparavant, Dém. 595, 17.